κρώζουσα

κρώζουσα
κρώζω
croak
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρωζούσας — κρωζούσᾱς , κρώζω croak pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) κρωζούσᾱς , κρώζω croak pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρώζουσ' — κρώζουσα , κρώζω croak pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κρώζουσι , κρώζω croak pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κρώζουσι , κρώζω croak pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κρώζουσαι , κρώζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”